ἀκαλλιερήτων

ἀκαλλιερήτων
ἀκαλλιέρητος
not accepted
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακαλλιέρητος — ἀκαλλιέρητος, ον (Α) [καλλιερῶ] ο μη «καλλιερήσας», εκείνος που η θυσία του δεν ήταν ευνοϊκή, δεν άρεσε στους θεούς «ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων τῶν ἱερῶν ὄντων» (Αισχίν. 3, 131) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”